προξενία

προξενία
η, ΝΑ, και θεσσ. τ. προξεννία, Α [πρόξενος]
η αντιπροσώπευση όσων ξένων βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε μια κοινότητα τής αρχαίας Ελλάδας μέσω ντόπιων κατοίκων, τών προξένων
αρχ.
1. το Δίκαιο τής φιλοξενίας, το να δέχεται κανείς τους ξένους με φιλοφροσύνη («προξενίᾳ πέποιθα», Πίνδ.)
2. η προστασία τών ξένων από έναν πολίτη σε ορισμένη επικράτεια («τίνα προξενίαν ἢ δόμον ἢ χθόνα σωτῆρα κακῶν ἐξευρήσεις;», Ευρ.)
3. τα δικαιώματα, τα προνόμια τού προξένου («ἡ πρὸς Θηβαίους προξενία», επιγρ.)
4. έγγραφο με το οποίο παραχωρούνταν δικαιώματα, προνομίες σε ξένους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προξενία — προξενίᾱ , προξενία relation of fem nom/voc/acc dual προξενίᾱ , προξενία relation of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίᾳ — προξενίαι , προξενία relation of fem nom/voc pl προξενίᾱͅ , προξενία relation of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενιά — η, Ν βλ. προξενειά …   Dictionary of Greek

  • προξενιά — η βλ. προξενιό, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προξενίας — προξενίᾱς , προξενία relation of fem acc pl προξενίᾱς , προξενία relation of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαι — προξενία relation of fem nom/voc pl προξενίᾱͅ , προξενία relation of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαν — προξενίᾱν , προξενία relation of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενιῶν — προξενία relation of fem gen pl προξενίζω cause fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαις — προξενία relation of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξενίαισι — προξενία relation of fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”